εὐάνωρ

εὐάνωρ
εὐάνωρ [ᾱ], ορος, , , [dialect] Dor. for εὐήνωρ. [full] εὐαξής,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευάνωρ — εὐάνωρ, ὁ, ἡ (Α) δωρ. τ., βλ. ευήνωρ …   Dictionary of Greek

  • εὐάνωρ — εὐά̱νωρ , εὐήνωρ the joy of men nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… …   Dictionary of Greek

  • ηνορέη — ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α) 1. ανδρεία, θάρρος («ἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ανδρική ομορφιά 3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.) 4. πληθ. αἱ ἠνορέαι έπαινοι τής ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”